-
1 συμπάθεια
[симпатиа] ουσ. Θ. симпатия, сочувствий, сострадательность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμπάθεια
-
2 симпатия
-и θ.1. συμπάθεια•чувствовать -ю αισθάνομαι συμπάθεια, συμπαθώ.
2. παλ. • ερωμένος, -η•он встретил свою -го αυτός συνάντησε την συμπάθεια του.
-
3 расположение
расположение с 1) (порядок) η σειρά, η διάταξη 2) (настроение ) η (ψυχική) διάθεση 3) (отношение) η συμπάθεια, η φιλική διάθεση* * *с1) ( порядок) η σειρά, η διάταξη2) ( настроение) η (ψυχική) διάθεση3) ( отношение) η συμπάθεια, η φιλική διάθεση -
4 симпатия
-
5 сочувствие
-
6 милость
ми́лост||ьж1. (великодушие) ἡ ἐδνοια, ἡ εὐμένεια / ἡ χάρις (пощада)/ ἡ καλω-σύνη (одолжение):оказывать \милость кому́-либо κά(μ)νω χάρη σέ κάποιον из \милостьи ἀπό οίκτο· сделай \милость, помолчи κάνε μου τήν χάρη νά σωπάσεις·2. (расположение) разг ἡ συμπάθεια:попа́сть в \милость к кому-либо ἀποκτώ τήν συμπάθεια κάποιου· ◊ сда́ться на \милость победителя παραδίδομαι είς τό ἐλεος τοῦ νικητή· \милостьи просим καλώς ήλθατε, καλώς ὁρίσατε· по чьей-л, \милостьи ἐξ αίτίας κάποιου· скажите на \милость1 разг ἄλλο πάλι τοῦτο! -
7 расположение
расположен||иес1. (действие) ἡ τοπο-θέτηση [-ις]:\расположение лагерем воен. ἡ στρατοπέ-δευση [-ις], ὁ καταυλισμός·2. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ἡ τοποθεσία:\расположение са́да ἡ θέση τοῦ κήπου·3. воен. (район размещения войск) ἡ διάταξη:проникнуть в \расположение противника είσχωρώ στή διάταξη τοῦ ἐχθροῦ·4. (порядок размещения) ἡ σειρά, ἡ διάταξη:\расположение комнат ἡ διάταξη των δωματίων \расположение месторождений геол. ἡ διάταξη τῶν κοιτασμάτων5. (симпатия) ἡ εὔνοια, ἡ συμπάθεια:чувствовать κ кому-л, \расположение αἰσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον пользоваться чьйм-л, \расположениеием ἔχω τήν εὔνοια κάποιου·6. (наклонность) ἡ προδιαθεση [-ιςϊ ◊ быть в хорошем \расположениеии ду́ха ἔχω κέφι, ἔχω διάθεση· быть в плохом \расположениеии ду́ха δέν ἔχω κέφι. -
8 симпатия
симпати||яж ἡ συμπάθεια:чу́вствовать \симпатияю к кому́-л. συμπαθώ κάποιον питать \симпатияи к... τρέφω συμπάθεια προς... -
9 склониость
склон||иостьж ἡ τάση [-ις], ἡ κλίση [-ις], ἡ ροπή/ ἡ συμπάθεια (κ кому-л.):\склониость κ полноте ἡ τάση γιά νά παχύνει· \склониость к нау́-ке κλίση στήν ἐπιστήμη· питать \склониость а) ἔχω κλίση σέ κάτι (κ чему-л.), б) αἰσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον (к кому· либо). -
10 сочувствие
сочувствиес ἡ συμπάθεια, ἡ συμπόνια/ ὁ οίκτος (сострадание):вызывать \сочувствие κινώ τή συμπάθεια. -
11 участие
участи||ес1. (в чем-л.) ἡ συμμετοχή/ ἡ σύμπραξη, ἡ συνεργασία (сотрудничество):принимать \участие в чем-л. παίρνω μέρος σέ κάτι· привлекать κ \участиеκ> καλώ νά συμμετάσχουν, ἐξασφαλίζω τή συμμετοχή· при \участиеи μέ τήν συμμετοχή, μέ τήν σύμπραξη·2. (сочувствие) ἡ συμπόνοια, ἡ συμπάθεια:проявлять \участие к кому́-л. δείχνω συμπόνοια· относиться с \участиеем к кому́-л. αίσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον принимать \участие в ком-л. ἐνδιαφέρομαι γιά τήν τύχη κάποιου· с жнвейшим \участиеем μέ ζωηρότατο ἐνδιαφέρον. -
12 льнуть
льнутьнесов1. (прижиматься к кому-л.) σφίγγομαι, κολλώ (άμετ.)·2. (чувствовать влечение к кому-л.) δείχνω συμπάθεια, δείχνω ἀδυναμία, μέ τραβἄ κάποιος·3. (к кому-л. ради выгоды) κολακεύω, γαλιφίζω, μαλαγανιάζω. -
13 питать
питатьнесов1. τρέφω, θρέφω, διατρέφω / σιτίζω, τροφοδοτώ (тж. воен., тех.)·2. перен (чувствовать) αἰσθάνομαι, νοιώθω, τρέφω:\питать злобу ἐχθρεύομαι· \питать ненависть μισώ, τρέφω μίσος· \питать отвращение αἰσθάνομαι ἀπέχθεια· \питать симпатию τρέφω συμπάθεια. -
14 привлекать
привлекатьнесов, привлечь сов1. προσελκύω, τραβώ:\привлекать чье-л. внимание προσελκύω τήν προσοχή· \привлекать чьй-л. симпатии ἀποκτώ τή συμπάθεια κάποιου·2. (κ работе, участию и т. п.) τραβώ:\привлекать к работе τραβώ στη δουλειά· 3.:\привлекать к суду διώκω δικαστικώς, ἐνάγω, κάνω μήνυση \привлекать к ответственности ἐνάγω, διώκω, ἀσκῶ δίωξη· \привлекать к уголовной ответственности ἀσκῶ ποινική δίωξη. -
15 симпатизировать
симпатизироватьнесов (кому-л., чему-л.) συμπαθώ:\симпатизировать друг дру́гу ἐχουμε ἀμοιβαία συμπάθεια. -
16 снискать
снискатьсов ἀποκτώ:\снискать чье-л. расположение, дру́жбу ἀποκτώ τή συμπάθεια, τή φιλία κάποιου. -
17 участливый
участлив||ыйприл (συμ)πονετικός, (ευ)σπλαχνικός:\участливыйое отношение ἡ συμπόνοια, ἡ συμπάθεια -
18 симпатия
[σιμπάτιγια] ουσ θ. συμπάθεια -
19 sympathy effect
French\ \ effet de contagion; effet de sympathieGerman\ \ Neigung zu GefälligkeitsantwortenDutch\ \ neiging tot sociaal-wenselijke antwoordenItalian\ \ effetto di simpatiaSpanish\ \ efecto de afinidadCatalan\ \ efecte de contagiPortuguese\ \ efeito de simpatiaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ sympatieffektGreek\ \ αποτέλεσμα τη συμπάθειάFinnish\ \ sympatiavaikutus; mittausvirheHungarian\ \ rokonszenv hatásTurkish\ \ sempati etkisiEstonian\ \ toetusefekt (küsitleja suhtes)Lithuanian\ \ paslaugumo efektasSlovenian\ \ -Polish\ \ efekt sympatii (przyczyna zniekształceń w badaniach ankietowych)Russian\ \ эффект симпатии; эффект услужливости (готовности обследуемого при ответах идти навстречу обследователю)Ukrainian\ \ ефект симпатіїSerbian\ \ -Icelandic\ \ samúð áhrifEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ اثر المجاملةAfrikaans\ \ meegevoeleffekChinese\ \ 慰 问 ( 同 情 ) 结 果Korean\ \ 동정효과 -
20 симпатия
[σιμπάτιγια] ουσ θ. συμπάθεια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συμπαθεία — συμπαθείᾱ , συμπάθεια fellow feeling fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείᾳ — συμπαθείᾱͅ , συμπάθεια fellow feeling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπάθεια — fellow feeling fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπάθεια — η, ΝΜΑ και ποιητ. τ. συμπαθία και ιων. τ. συμπαθίη Α [συμπαθής] 1. η συμμετοχή στον ψυχικό πόνο, στη λύπη που κάποιος άλλος νιώθει, το να συμπάσχει κανείς, συμπόνια (α. «απέσπασε τη συμπάθεια όλων λόγω τής τελευταίας του ταλαιπωρίας» β. «παῑδας,… … Dictionary of Greek
συμπάθεια — η 1. οίκτος: Η τραγική κατάσταση των προσφύγων προκάλεσε τη συμπάθεια όλων. 2. ψυχική έλξη, ενδιαφέρον: Δεν κρύβει τη συμπάθειά της προς αυτόν. 3. κατανόηση, φιλική διάθεση: Ζήτησε από τους κριτικούς να δουν με συμπάθεια το έργο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπαθείας — συμπαθείᾱς , συμπάθεια fellow feeling fem acc pl συμπαθείᾱς , συμπάθεια fellow feeling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπάθεια — συμπάθεια , συμπάθεια fellow feeling fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείαι — συμπαθείᾱͅ , συμπάθεια fellow feeling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθειῶν — συμπάθεια fellow feeling fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείαις — συμπάθεια fellow feeling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείης — συμπάθεια fellow feeling fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)